DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
drugs courier βαποράκι
Drugs Expert Working Group Ομάδα εμπειρογνωμόνων "ναρκωτικές ουσίες"
drugs intelligence unit μovάδα πληρoφoριώv τov τoμέα τωv vαρκωτικώv
Drugs Liaison Officer αξιωματικός σύνδεσμος στον τομέα των ναρκωτικών
drum κάννη όπλου
drum κάννη
drum τυμπανίζω
drumlin λιθωνόλοφος
drunk μεθυσμένη
drunk μεθυσμένο
drunk μεθυσμένος
dry ξηρή
dry ξηρό
dry cattle house στάβλος χωρίς αχυροστρωμνή
dry cleaners καθαριστήριο
Dry cleaning Στεγνό καθάρισμα
dry cultivation ξηρή καλλιέργεια
dry cutting leads to blockage of jets η εξόρυξη με υποσκαφή εν ξηρώ προκαλεί έμφραξη των εκτοξευτήρων σωλήνων
dry etching ξηρά εγχάραξη
dry farming ξηρή καλλιέργεια